- κύβερτον
- κύβερτον, τὸ (Α)κυψέλη, κυβέρτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβέρτι — το (AM κυβέρτιον, Μ και κυβέρτιν) [κύβερτον] κυψέλη μελισσών … Dictionary of Greek
κύψελος — I Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου, κατά την αρχαιότητα. 1. Τύραννος της Κορίνθου (657 628 π.Χ.). Κατέλαβε την εξουσία, αφού κατόρθωσε να ανατρέψει την ολιγαρχία των συγγενών του, Βακχιάδων. Προστάτευσε το εμπόριο, τη βιομηχανία και τις τέχνες και … Dictionary of Greek